σύννεφος

σύννεφος
-ον, Α
συννεφιασμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. 'Αλλος τ. του συννεφής κατά τα δικατάληκτα επίθ. σε -ος, -ον].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σύννεφον — σύννεφος masc/fem acc sg σύννεφος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συννεφίτις — ίτιδος, ἡ, Α είδος πολύτιμου λίθου, αλλ. γαλακτίτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < σύννεφος + κατάλ. ῖτις (πρβλ. ονυχ ῖτις)] …   Dictionary of Greek

  • σύννεφο — και σύγνεφο, το, Ν 1. νέφος που δημιουργείται στον ουρανό 2. μτφ. α) θλίψη, στενοχώρια στο πρόσωπο ενός ανθρώπου β) πλήθος από κάποιο είδος 3. πληθ. τα σύννεφα μτφ. απειλητικά προμηνύματα 4. φρ. «πάει σύννεφο» (ιδιωμ.) λέγεται για κάτι, συνήθως… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”